31 Ιανουαρίου 2015

ΜΕ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ ....

Το κράτος έχει συνέχεια, διατυμπανίζεται από όλες τις πλευρές. Και έτσι είναι. Για αυτό και η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλές εκκρεμότητες στο, τι θα αποπληρωθεί αλλά και πώς θα χρηματοδοτηθεί.  Για να μην κάνουμε λοιπόν υποκειμενικές αριστερόστροφες, ή δεξιόστροφες αναλύσεις, ας δούμε τι αναφέρει η τριμηνιαία έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής.

Σύμφωνα με την έκθεση του τελευταίου τριμήνου 2014, η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014.  Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος (αν και όχι του μεγέθους που προβλέπει το Μνημόνιο ΙΙ) δίνει στη νέα κυβέρνηση βαθμούς ελευθερίας στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας.

Η νέα κυβέρνηση λοιπόν θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ.

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015 όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για 8,8 δισ. ευρώ για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους.

Φαίνεται αδύνατο να καλυφθούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους.

Για ολόκληρο το 2015:

Οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε 22,5 δισ. ευρώ και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, δόσεις προς εξόφληση δανείων από το ΔΝΤ, καταβολή τόκων κ.α.

Από την άλλη πλευρά, αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εκταμιευθούν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα δανειακή σύμβαση δόσεις από ΕΕ και ΔΝΤ ύψους 10,6 δισ. ευρώ από το τρέχον πρόγραμμα. Με βάση τον υπάρχοντα Προϋπολογισμό, η διαφορά μπορεί να καλυφθεί εν μέρει με έντοκα γραμμάτια (που προκαλούν προβλήματα στην οικονομία), άλλους πόρους και με το πρωτογενές πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε συμφωνία προκύψει πρέπει να προβλέπει τη διευθέτηση των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού, η προσφυγή στις αγορές για την αναχρηματοδότηση των δανείων δεν είναι δυνατή γιατί το κόστος είναι απαγορευτικό. Ανήλθε κατά διαστήματα πάνω από το 10% για τα δεκαετή ομόλογα.

Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα απολέσει κατ’ αρχάς 7,2 δισ. ευρώ των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής.

Για το 2016 το ποσό που θα απορροφούσε ανέρχεται σε περίπου 30 δισ. ευρώ και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας. Τέλος, δε θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των 11,4 δισ. ευρώ που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Άλλα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη προσφυγής των τραπεζών στον μηχανισμό ELA (emergency liquidity assistance), πράγμα που θα πιέζει τα επιτόκια των επιχειρήσεων προς τα επάνω.

Επίσης, άμεσα προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν αν υπάρξει μαζική φυγή κεφαλαίων και αποταμιεύσεων από τις τράπεζες. Ακόμα και μόνο για το λόγο αυτό επιβάλλεται ένα ελάχιστο εγχώριας και διεθνούς συνεννόησης.

Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει 183 δισ. ευρώ ως χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ.

Αυτά .....